Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Από την μία ουτοπία έως την άλλη



Ακολουθεί μία καινούρια μετάφραση επάνω σ' ένα μικρό δοκίμιο που εμπεριέχεται στην συλλογή κειμένων: CRÉDIT À MORT (Éditions Lignes) του Άνσελμ Γιάππε, Το κείμενο καυτηριάζει τον καλοστημένο μύθο που έχει κτιστεί με την προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου ενάντια στο ανέφικτο της αδιαμεσολάβητης κοινωνικής οργάνωσης ως ουτοπίας έξω από το δεδομένο της τωρινής κοινωνίας.



   Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που τα τρένα υψηλών ταχυτήτων (TGV) άρχισαν να απλώνουν το σιδηροδρομικό τους δίκτυο σε όλη την Γαλλία. Ανάμεσα στην επωδό της επιδοκιμασίας τους, που προέκυψε είτε οργανωμένα, είτε αυθόρμητα, υπήρξαν και μερικές φωνές αντίρρησης κάποιων μικρών συλλογικοτήτων που εξέφραζαν τις επιφυλάξεις τους σχετικά με αυτό που ονομάζεται «ο δεσποτισμός της ταχύτητας» (1) Οι ομάδες αυτές δεν διατύπωσαν την διαφωνία τους σε κάποιες επιμέρους λεπτομέρειες αλλά εύγλωττα αποδοκίμασαν την κοινωνία που παρέχει, την, παράλογη και ανώφελη κατά την άποψη τους, δυνατότητα της μετακίνησης σε ολόκληρη την Γαλλία μέσα σε ελάχιστες ώρες. Προφανώς ό,τι χρειάζεται για να διατυπωθεί μία τέτοια καθολικά αρνητική κρίση εναντίον του τρόπου ζωής που εκφράζεται με την λειτουργία των σιδηρόδρομων υψηλών ταχυτήτων είναι η πειθώ πως ένας άλλος και εντελώς διαφορετικός τρόπος ζωής είναι εφικτός. Όποιος υπονοεί ένα αντίστοιχο ενδεχόμενο συχνά στιγματίζεται με το επίθετο του «ουτοπιστή», μια λέξη που φέρνει αμέσως στον νου μας τους «ουτοπικούς σοσιαλιστές» που ο πιο διάσημος εκπρόσωπος τους είναι ο Σαρλ Φουριέ.

  Το συγκεκριμένο φυλλάδιο ενάντια στους σιδηρόδρομους TGV αντικρούστηκε από μία άλλη εργασία, συλλογικά γραμμένη από μία ομάδα ατόμων που ήταν επίσης αφοσιωμένοι στην επίκριση της κατεστημένης κοινωνίας  έχοντας σαν σκοπό μια διαφορετική αντίληψη για την κοινωνική ζωή. Αυτοί διακήρυξαν δημόσια τις ουτοπικές καταβολές της θέσης τους που οφείλεται κυρίως στον Φουριέ και υπερασπίστηκαν τους συγκεκριμένους σιδηρόδρομους επειδή αυτοί σύμφωνα με την άποψη τους εκπλήρωναν τις προβλέψεις του Γάλλου ουτοπιστή για το λαμπρό μέλλον της «αρμονικής» ανθρωπότητας: τους πελώριους εξημερωμένους Λέοντες. Οι «αντί-λέοντες» του Φουριέ θα μετέφεραν τους ταξιδιώτες απ' άκρη σ΄άκρη της Γαλλίας μετά βίας μέσα σε δύο ή τρεις ώρες. Ακόμα κι' ένα ταξίδι από την Μονμάρτη έως την Σμύρνη θα διαρκούσε μονάχα 36 ώρες.

      Αυτοί οι σύγχρονοι ουτοπιστές δεν έφτασαν ως τα άκρα με την αναφορά τους στον αντί-λέοντα ώστε να παρέχουν μια δικαιολόγηση για την γενετική μηχανική ή τα σάιμποργκ (κυβερνητικούς οργανισμούς), ούτε ανέφεραν την μετατροπή της θάλασσας σε λεμονάδα που ήταν μια άλλη από τις προρρήσεις του ουτοπιστή από την Μπεζανσόν. Παρ 'όλα αυτά, αυτή η πολεμική μεταξύ των υποστηρικτών αυτών των δύο προσεγγίσεων (που δεν μπορεί να δεχθεί ακόμη και την ύπαρξη κοινού εδάφους μεταξύ τους) τουλάχιστον δείχνει ότι η «ουτοπία» δεν βρίσκεται πάντα από την πλευρά της κριτικής της καθεστηκυίας τάξης, αλλά μπορεί συχνά να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη της συγκεκριμένης τάξης.

      Συνήθως η ουτοπία δεν υπαινίσσεται μόνο την ιδέα μιας κοινωνίας που είναι ριζικά διαφορετική από τη σημερινή, αλλά επίσης εκείνης που είναι πολύ καλύτερη, και που ως ισχυρισμός υποδηλώνει ότι η υπάρχουσα δεν είναι και η πρέπουσα. Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριξαν ότι έχουν ξεπεράσει τον «ουτοπισμό», που θεωρούσαν πως είναι ένα βρεφικό στάδιο της σοσιαλιστικής σκέψης, και πως αυτός θα πρέπει να αντικατασταθεί με μια «επιστημονική» αντίληψη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, και μετά την κατάρρευση του παραδοσιακού μαρξισμού, έχουμε δει κατά καιρούς την επανεμφάνιση θετικών αναφορών για την «Ουτοπία» από την πλευρά της αριστεράς, όπως αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από το Λεξικό της Ουτοπίας που δημοσιεύθηκε το 2002 (2). Πιο συχνά ωστόσο, η Ουτοπία επιδέχεται μια αρνητική δημοσιότητα κι' έτσι τόσο στην καθομιλουμένη γλώσσα όσο και στον δημόσιο διάλογο ο όρος αυτός χρησιμεύει κυρίως ως ένας τρόπος για να δυσφημήσει κανείς τον αντίπαλό του. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό ισοδυναμεί με την “ονειροπόληση πραγμάτων που μπορεί να είναι ωραία ωστόσο είναι αδύνατα” ή με την “αφέλεια που δεν έχει συναίσθηση της πραγματικότητας”. Εν τούτοις, αρκετά συχνά, ο όρος προϋποθέτει μια πιο ακραία έννοια: υποστηρίζεται ότι η ουτοπική σκέψη οδηγεί απευθείας στην τρομοκρατική δικτατορία. Εικάζεται ότι όποιος φαντάζεται μια συλλογική μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που είναι ριζικά διαφορετική από την υπάρχουσα πρέπει να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει βία για να την επιβάλει ακόμα και σε όσους δεν τη θέλουν, κι' ότι η αντίσταση των τελευταίων σε συνάρτηση με την ίδια την πραγματικότητα δίνει το πάτημα σ' εκείνους που πιστεύουν ότι είναι δυνατή η αναδιαμόρφωση της κοινωνίας να επιφέρουν τάχιστα και διεξοδικά μια κλιμάκωση της τρομοκρατίας. Επομένως, και σύμφωνα με την συγκεκριμένη άποψη, τα εγκλήματα των σταλινικών και μαοϊκών καθεστώτων οφείλονται κυρίως στις προσπάθειες ορισμένων να μετατρέψουν σε πραγματικότητα τις ουτοπίες. Από αυτή την οπτική, η «ουτοπία» συνήθως ορίζεται ως «αφηρημένη»: πρόκειται για ένα θέμα αμιγώς νοητικών κατασκευών, ένα ζήτημα φιλοσοφιών που συλλαμβάνονται στο κενό από ανθρώπους που μπορούν και τροφοδοτούνται από τεράστιες λογικές δυνάμεις οι οποίοι όμως έχουν ελάχιστη εμπειρία με τους πραγματικούς, απτούς ανθρώπους και τον αληθινό κόσμο. Ως εκ τούτου, η Ουτοπία χαρακτηρίζεται σαν να μην λαμβάνει υπόψη την αληθινή φύση του ανθρώπου παράλληλα με την βλέψη της να βελτιώσει αυτή την φύση, με υποτιθέμενη βάση μια προκατειλημμένη ιδέα για το πώς θα έπρεπε να είναι.  Έτσι, ο ουτοπιστής γνωρίζει καλύτερα από τους ίδιους τους ανθρώπους ποιο είναι καλό γι 'αυτούς. Όσο εκείνος ονειροπολεί στην σοφίτα του (όπως ο Φουριέ) ή έγκλειστος στην φυλακή (όπως ο Καμπανέλλα, ο συγγραφέας της Πόλης του Ήλιου), ο ουτοπιστής παραμένει αθώος, όμως όταν οι ιστορικές συνθήκες επιτρέψουν την προσπάθεια του να αναδιαμορφώσει την πραγματικότητα, σύμφωνα με τις αφηρημένες ιδέες του, η τραγωδία είναι εγγυημένη. Η βία υποτίθεται ότι είναι έμφυτη στην ουτοπική θεωρία όπως επίσης και η απαξίωση της για τους κανονικούς ανθρώπους και τα ελαττώματα τους: οι αιματηρές προσπάθειες που επιχείρησαν να μεταφράσουν τη θεωρία σε πραγματικότητα απλώς πραγμάτωσαν την ίδια την βία που ήταν συνυφασμένη με την ουτοπική προοπτική. Αυτή η απόρριψη της ουτοπίας προϋποθέτει την ανθρωπολογία που δίνει την αίσθηση της απογοήτευσης και της απαισιοδοξίας, αλλά επίσης δίνει και την εντύπωση ότι είναι απολύτως ρεαλιστική,  και μπορεί να συνοψιστεί από την παρατήρηση του Καντ ότι, “από στραβό ξύλο, όπως είναι εκείνο από το οποίο έχει γίνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κατασκευαστεί τίποτε εντελώς ίσιο” και την οποία επέλεξε ο Άγγλος συγγραφέας Αϊζάια Μπέρλιν ως βάση για τον τίτλο ενός από τα βιβλία του. Άλλοι φιλελεύθεροι, κυρίως Άγγλοι, ζήτησαν την προέλευση του ουτοπικού ολοκληρωτισμού στον Πλάτωνα (Καρλ Πόπερ) (3) ή στους μεσαιωνικούς χιλιαστές (Νόρμαν Κον) (4). Από αυτούς τους συγκεκριμένους συγγραφείς, ένα σαφές μήνυμα ξεπροβάλλει: οι ίδιες οι αρχές της ουτοπίας είναι ολοκληρωτικές και το εύλογο αποτέλεσμα σε τέτοιου είδους διακηρύξεις, όπως αυτή των Ρώσων επαναστατών  («θα αναγκάσουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι») ή η προσπάθεια για τη δημιουργία του «νέου ανθρώπου» παράγουν μερικές από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία. Οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες συμμετείχαν επίσης σε αυτόν τον ολοκληρωτισμό που προήλθε από την πεποίθηση ότι είχε έρθει η ώρα να ξαναφτιάξουν τον κόσμο, όπως ο Ζαν Κλερ (5) και ο Μπόρις Γκρόις (6) έχουν ισχυριστεί. Για τον τελευταίο, οι καλλιτέχνες της Ρωσικής πρωτοπορίας, αντί να έχουν πέσει θύματα του Στάλιν, ήταν οι πρόδρομοι της επαναστατικής τάσης που θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι πηλός στα χέρια της, σαν ένα εντελώς νέο έργο τέχνης που το διανοήθηκαν πέρα από κάθε παράδοση, κάθε αίσθηση των ορίων και πέραν της όποιας κοινής λογικής.

    Αυτή η αντι-ουτοπική σκέψη αναλαμβάνει το ρόλο του υπερασπιστή της πολυπλοκότητας και της ασάφειας που είναι η συστατική ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης έναντι των αφαιρέσεων της λογικής και του εκστατικού λόγου μιας πυρετώδους φαντασίας. Ισχυρίζεται πως προστατεύει την «ανθρώπινη φύση», που είναι αμετάβλητη, ανυπάκουη ή τουλάχιστον ανθεκτική σε όλες τις ραγδαίες αλλαγές, από εκείνους που προτείνουν να την επανεκπαιδεύσουν και να τη διορθώσουν.

   Είναι τελείως σύνηθες αυτή η πολεμική να καταλέγει συγκεκριμένα γνωρίσματα του Κρατικού ολοκληρωτισμού που συγκλόνισαν τον 20ο αιώνα, τα οποία όμως είναι εξίσου εφαρμόσιμα, παρ' όλες τις προθέσεις των ανταρτών της, επάνω στην κοινωνική τάξη που αυτοί υποστηρίζουν, τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς. Η αντί-ουτοπική σκέψη αυτοσυστήνεται ως ο άνθρωπος νικητής, έτσι όπως ο ίδιος είναι με όλες τις πεπερασμένες δυνατότητες του, ενάντια σε όλους εκείνους που θέλουν να τον εξαναγκάσουν να είναι διαφορετικός. Και όμως, αν υπάρχει μια ουτοπία που έχει καθιερωθεί αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, αυτή είναι αναμφίβολα η καπιταλιστική ουτοπία. Ο «Φιλελεύθερος» καπιταλισμός αυτοπαρουσιάζεται ως «φυσιολογικός», δεδομένου ότι, κατά την άποψη των υποστηρικτών του, πληροί μόνο τις αιώνιες φιλοδοξίες των ανθρώπων, που πάντοτε και παντού ακολουθούν το δικό τους διακριτό ατομικό συμφέρον. Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί από τον Άνταμ Σμιθ και τον Μάντεβιλ κατά τον 18ο αιώνα, ο άνθρωπος είναι βασικά ον εγωιστικό, αλλά εάν ο ανταγωνισμός μεταξύ των εγωισμών δεν διαταραχθεί, τότε θα δώσει στο τέλος την θέση του στην αρμονία του «αόρατοο χέριού». Έτσι, ο καπιταλισμός δεν κάνει κάτι άλλο από το να ακολουθεί την έμφυτη τάση των ανθρώπων να «μεγιστοποιούν» τα οφέλη και τις απολαύσεις τους, και είναι ως εκ τούτου η μόνη κοινωνία που δεν παραβιάζει την «ανθρώπινη φύση» στο όνομα μιας ανώτερης αρχής.

 Κασπάρ Νταβίντ Φρίντριχ: Περιπλανώμενος πάνω από την ομίχλη, 1817-18
     Εάν αυτό αληθεύει, τότε γιατί ο καπιταλισμός σχεδόν πάντα έπρεπε να επιβληθεί με τη βία επάνω σε απείθαρχους πληθυσμούς; Είτε αναλογιστούμε τους Άγγλους αγρότες και τεχνίτες που μετατράπηκαν σε προλετάριους στα πρώτα εργοστάσια του 18ου αιώνα, ή τους σημερινούς Ινδιάνους αυτόχθονες της Λατινικής Αμερικής, είναι σαφές ότι οι άνθρωποι σε πολλές περιπτώσεις απέρριψαν τα οφέλη της «προόδου». Για μια κοινωνικοοικονομική τάξη που, συνήθως διατείνεται ότι, στέκεται στην πλησιέστερη σχέση με την ανθρώπινη φύση,  ο καπιταλισμός έπρεπε να διεξάγει μια σθεναρή μάχη για να αναγκάσει τους πληθυσμούς να υπακούσουν την δική τους «φύση». Ολόκληρη η ιστορία του καπιταλισμού είναι γεμάτη από καταγγελίες που σχετίζονται με το «συντηρητικό» χαρακτήρα των πληθυσμών που υπέκυψαν στις ενέργειες προσηλυτισμού τους στα πλεονεκτήματα του, επιδεικνύοντας την προσκόλληση τους στην παράδοση ή την απροθυμία να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν. Σχεδόν παντού, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, οι απλοί κάτοικοι υπερασπίστηκαν την κοινοτική οργάνωση της ζωής τους που ρυθμίστηκε από τους αργούς και φυσικούς ρυθμούς, την αλληλεγγύη και την αμοιβαιότητα της δωρεάς, από τους κώδικες τιμής και την αναζήτηση του γοήτρου αντί του αφηρημένου πλούτου, από μια ηθική οικονομία (Έντουαρντ Τόμσον) και από το αίσθημα μίας κοινής ευπρέπειας (Τζώρτζ Όργουελ). Φυσικά, αυτοί οι τρόποι ζωής σε καμία περίπτωση δεν απαλλάχθηκαν από την αδικία και τη βία, όμως οι άνθρωποι σχεδόν ποτέ δεν παραιτήθηκαν οικειοθελώς από τα προαναφερόμενα, προκειμένου να ενστερνιστούν αυτόν τον τόσο «φυσικό» τρόπο ζωής που βασίζεται αποκλειστικά στην αναζήτηση του ατομικού πλεονεκτήματος, την μόνη αξία που πραγματικά υπάρχει στην καπιταλιστική κοινωνία. Εκτός από τις φανερές εξεγέρσεις, ένας ατελείωτος αριθμός κοινότοπων δράσεων μαρτυρούν την αντίσταση, συχνά σιωπηρή και σε πολλές διαφορετικές περιστάσεις, που σχεδόν όλοι οι γηγενείς κάτοικοι πέτυχαν προσφέροντας πράγματα ο ένας στον άλλο για να εκφράσουν την αντίθεση τους στην αόρατη ουτοπία της απόλυτης καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Μαρσέλ Μος ήταν ένας από τους πρώτους που ανέλυσαν το φαινόμενο στο διάσημο δοκίμιο του, Το δώρο (1924), το οποίο έκτοτε ακολουθείται από πολλές άλλες παρόμοιες μελέτες.

  Από τους πρώτους σχηματισμούς του προς το τέλος του 17ου αιώνα, ο καπιταλισμός έχει πρακτικά βασιστεί σε μια συγκεκριμένη άποψη για τον άνθρωπο και σε μια εντελώς διακριτή ανθρωπολογία: εκείνη του Homo Oeconomicus. Αρχικά αυτή η θέση δεν ήταν με κανένα τρόπο φυσιολογική και ξεκίνησε να εμφανίζεται ως τέτοια αφού εντυπώθηκε διαμέσου της βίας και της αποπλάνησης κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων. Ο Homo Oeconomicus είναι η πιο σημαντική ουτοπία που επιβλήθηκε επιτυχώς από οποιαδήποτε άλλη στην ιστορία και η διάρκεια της κυριαρχίας του καθώς και η γεωγραφική έκταση της επέκτασης του έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις δολοφονικές κρατικιστικές ουτοπίες που καταδικάστηκαν από την ουτοπία της αγοράς. Όποιος θέλει να επικρίνει τα στραβά της εποχής μας δεν χρειάζεται να ασπαστεί τις «ουτοπίες»: είναι αρκετό να αρχίσει με την αποδοκιμασία της «μαύρης ουτοπίας» ενός κόσμου που είναι ολοκληρωτικά καθυποταγμένος στον οικονομικό ορθολογισμό, μια ουτοπία που μας κυβερνά για περισσότερα από διακόσια χρόνια. Ίσως να είναι «αφελής ουτοπισμός» να πιστεύεις ότι η ανθρωπότητα μπορεί να ζήσει χωρίς την ατομική ιδιοκτησία, τις ιεραρχίες, την εξουσία και την εκμετάλλευση, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία πως να πιστεύεις, ότι η ζωή μπορεί να συνεχίσει να βασίζεται σε βάθος χρόνου επάνω στα χρήματα, το εμπόρευμα, την αγορά και την πώληση, είναι ένας φρικτός ουτοπισμός, του οποίου οι συνέπειες είναι ήδη εμφανείς.
--------------------------------
Υπόσημειώσεις:
(1) Alliancepour l’opposition à toutes les nuisances, Relevé provisoire de nos griefscontre le despotisme de la vitesse à l’occasion de l’extension des lignes duTGV (1991). Το φυλλάδιο αυτό επανεκδόθηκε το 1998 από την:  Éditions de l’Encyclopédie des Nuisances, Paris
(2) Υπό την εποπτεία του Michèle Riot-Sarcey, εκδόσεις: Larousse.
(3) The Open Society and Its Enemies, Vol. 1: The Spell of Plato, Princeton University Press, 5η αναθεωρημένη έκδοση 1971
(4) The Pursuit of the Millennium: Revolutionary Millenarians and Mystical Anarchists of the Middle Ages, Oxford University Press, revised and expanded edition (1970).
(5) La responsabilité de l’artiste. Les avant-gardes entre terreur et raison, Gallimard, 1997.
(6) Staline, oeuvre d’art totale, Jacqueline Chambon, 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου